- χορηγία
- η, ΝΜΑ [χορηγός]1. (στην αρχ. Αθήνα) μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες τής αθηναϊκής δημοκρατίας, κατά την οποία ένας εύπορος πολίτης κατέβαλλε τα χρήματα τής προετοιμασίας τού χορού για την συμμετοχή του σε διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις, καθώς και για παραστάσεις στους δραματικούς αγώνες («οἱ μὲν... πλουσιώτατοι τριηραρχοῡντες ἀεὶ τῶν χορηγιῶν ἀτελεῑς ὑπάρχουσιν», Δημοσθ.)2. (γενικά) καταβολή δαπάνης, χορήγηση3. παροχή, προμήθειανεοελλ.το χορηγούμενο σε κάποιον χρηματικό ποσό («βασιλική χορηγία» — το χρηματικό ποσόν που καταβάλλει ετησίως ένα κράτος σε συνταγματικό μονάρχη)αρχ.1. λειτουργία, δαπάνη υπέρ τής πόλης2. (ιδίως) δαπάνη για την κατασκευή τών αναγκαίων μέσων και αντικειμένων τής σκηνής θεάτρου («τὸ δὲ διά τῆς ὄψεως τοῡτο παρασκευάζειν ἀτεχνότερον καὶ χορηγίας δεόμενόν ἐστιν», Αριστοτ.)3. τα μέσα για την διδασκαλία και την προετοιμασία χορών4. μεγάλη περιουσία, αφθονία χρηματικών και άλλων μέσων5. (γενικά) άφθονη παροχή, αφθονία («ὅτι πολλὴ χορηγία γίγνεται τῶν εὐτυχημάτων», Αριστοτ.)6. θέαμα που παρέχεται με δημόσια δαπάνη («τοῡ... ναοῡ καταφρονοῡντες καὶ τῶν θυσιῶν ἀμελοῡντες ἔσπευδον μετέχειν ἐν παλαίστρᾳ παρανόμου χορηγίας», ΠΔ.)7. τα απαραίτητα για εστίαση, για παρασκευή και παράθεση γεύματος8. φρ. «πολιτείας χορηγία» — τα αναγκαία για την προετοιμασία και τη σύσταση τής πολιτείας (Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.